καχεκτοῦντες

καχεκτοῦντες
καχεκτέω
to be in a bad habit of body
pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καχεκτώ — (ΑΜ καχεκτῶ, έω) [καχέκτης] είμαι καχεκτικός, βρίσκομαι σε κακή σωματική κατάσταση αρχ. φρ. «καχεκτοῡντες ταῑς ψυχαῑς διὰ τὰς προειρημένας αἰτίας» είναι δυσαρεστημένοι εξαιτίας τών λόγων που αναφέρθηκαν προηγουμένως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”